μόλυσμα

μόλυσμα
το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) [μολύνω]
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ.
2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας
μσν.-αρχ.
μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα, μόλυνση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόλυσμα — spot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλυσμα — το, ατος νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική αρρώστια: Το μόλυσμα του οργανισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολυσμάτων — μόλυσμα spot neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύσμασι — μόλυσμα spot neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύσματα — μόλυσμα spot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύσματι — μόλυσμα spot neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύσματος — μόλυσμα spot neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας …   Dictionary of Greek

  • μολυσματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μόλυσμα ή προέρχεται από μόλυσμα 2. αυτός που μεταδίδεται με μόλυνση ή προκαλεί μόλυνση, μεταδοτικός, κολλητικός 3. φρ. «μολυσματικές νόσοι» λοιμώδεις νόσοι που μεταδίδονται από έναν ζωντανό οργανισμό σε… …   Dictionary of Greek

  • μολυσματώδης — μολυσματώδης, ῶδες (Α) [μόλυσμα] γεμάτος μόλυσμα, μιαρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”